- ινοσάρκωμα
- Ανώριμος κακοήθης όγκος από συνδετικό ιστό, που μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Χαρακτηρίζεται από διηθητική και καταστροφική διεργασία, ενώ διακρίνεται από το ίνωμα μόνο έπειτα από ιστολογική εξέταση. Στη διατομή έχει όψη σάρκας ψαριού. Οι μεταστάσεις πραγματοποιούνται κυρίως με τα αιμοφόρα αγγεία. Θεραπεύεται οριστικά με εγχείριση.
* * *τοσπάνιος κακοήθης όγκος τού ινώδους ιστού που εμφανίζεται σε νεαρά ενήλικα άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrosarcome < fibro- < fibre «ίνα» + sarcoma (πρβλ. σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].
Dictionary of Greek. 2013.